τρίβω

τρίβω
ΝΜΑ
1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν πόδα μύροις τρίβειν», Εύβουλ.)
2. βγάζω με την τριβή (α. «τρίβω το καλαμπόκι» β. «ὡς δ' ὅτε τις ζεύξῃ βόας ἄρσενας... τριβέμεναι κρῑλευκὸν ἐϋκτιμένη ἐν ἀλωῇ», Ομ. Ιλ.)
3. μεταβάλλω σε σκόνη, λειοτριβώ, κονιοποιώ (α. «τρίβω το πιπέρι» β. «τρίβω τον καφέ»)
4. (σχετικά με ενδύματα) φθείρω από την πολλή χρήση (α. «τρίφτηκε το πουκάμισο στον γιακά» β. «τῶν ὑποδημάτων τὰ τετριμμένα», Πλούτ.)
5. παθ. τρίβομαι
είμαι εύθρυπτος ή φθείρομαι με την τριβή
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τετριμμένος, -η, -ο(ν)
ο χωρίς σπουδαιότητα, κοινός, συνηθισμένος (α. «τετριμμένα λόγια» β. «ἡ τετριμμένη καὶ κοινὴ διάλεκτος», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με ζύμη) μαλάζω πολλές φορές
2. κάνω θεραπευτική εντριβή («τόν έτριψα με αλοιφή»)
3. θωπεύω ερωτικά («τήν είχε στα γόνατά του και τήν έτριβε»)
4. καθαρίζω με την τριβή («τρίβω τον νεροχύτη»)
5. μετρώ χρηματικό ποσό
6. παθ. αποκτώ εμπειρία με τη συνεχή ενασχόληση με κάτι («τρίφτηκε πια στη δουλειά»)
7. φρ. α) «τρίβω τα χέρια μου» — εκδηλώνω υπερβολική ευχαρίστηση
β) «τρίβω τα μάτια μου» — εκπλήσσομαι βλέποντας κάτι απροσδόκητο
γ) «τού τό 'τρίψε στη μούρη» ή «τού τό 'τρίψε στην κασίδα» — τού τό έδωσε πίσω με τον χείριστο τρόπο
δ) «τού 'τριψε τη μούρη» — τόν τιμώρησε αυστηρά
ε) «θα ιδεί πώς τό τρίβουν το πιπέρι» — θα ιδεί πόσο δύσκολο είναι το έργο
8. παροιμ. «λαγός την φτέρη έτριβε κακό τής κεφαλής του» — δεν πρέπει να δίνεις αφορμή να σέ προσέξουν όταν από αυτό κινδυνεύεις να πάθεις κακό ή να ζημιωθείς
αρχ.
1. περιστρέφω («μοχλὸν ἀείρας τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ», Ομ. Οδ.)
2. συμπιέζω, συνθλίβω («τρίβω βότρυν», Αριστοτ.)
3. (σχετικά με δρόμο) πατώ για να τόν κάνω ομαλό («ἀλλ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη ἡ διὰ θυείας», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με χώρα) ερημώνω («κἄπειτα Θρῄκης πεδία τρίβοιεν τάδε λεηλατοῦντες», Ευ ρ.)
5. (σχετικά με πρόσ.) καταστρέφω, αφανίζω
6. (σχετικά με χρήματα) κατασπαταλώ
7. μεταχειρίζομαι συνεχώς
8. παθ. ασχολούμαι πολύ με κάτι ή είμαι δοσμένος ολόψυχα σε κάτι
9. φρ. α) «τρίβω βίον» — περνώ τον καιρό μου
β) «τρίβω πόλεμον» — παρατείνω τον πόλεμο
γ) «χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε... τρίβομαι μύσος» — μιαίνω τα ιερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρῑβω ανάγεται στην μορφή *tr-iә-bh- τής ΙΕ ρίζας *ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τέρετρον, τετραίνω) με παρεκτάσεις -ī- και χειλικό -β-. Ο φωνηεντισμός -ī- απαντά και στον τ. trīvī, παρακμ. τού ρ. terō «τρίβω» (βλ. και τρεις, τρία). Οι τ. του ρ. τρίβω με βραχύ -ĭ- είναι σχηματισμένοι αναλογικά προς αντίστοιχους τ. με θεματικό -ĭ- (πρβλ. τρῐβῆναι: ρῐφῆναι, τρῐβή: στῐχή, τρῐβος: στῐβος).
ΠΑΡ. τριβάς(-άδα), τριβεύς(-έας), τριβή, τρίβος, τρίβων, τριπτήρας, τρίπτης(-φτης), τριπτός
αρχ.
τριβαία, τρίβανον, τρίβάξ, τριβήδι(ο)ν, τριψημερώ, τρίψις
αρχ.-μσν.
τριβακός, τριψ(ε)ίδιον
μσν.
τρίπτρον, τριψεργία
μσν.- νεοελλ.
τρίψιμο(ν)
νεοελλ.
τριβίδα, τριβίδι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποτρίβω, διατρίβω, εκτρίβω, ενδιατρίβω, εντρίβω, κατατρίβω, παρατρίβω, περιτρίβω, συντρίβω
αρχ.
ανατρίβω, αντιτρίβω, αποδιατρίβω, επανατρίβω, επεντρίβω, επιδιατρίβω, επιτρίβω, προανατρίβω, προδιατρίβω, προκατατρίβω, προσανατρίβω, προσαποτρίβω, προσδιατρίβω, προσεπιτρίβω, προστρίβω, προσυντρίβω, προτρίβω, συγκατατρίβω, συνανατρίβω, συνδιατρίβω, συνεκτρίβω, συνεπιτρίβω, υποδιατρίβω, υποτρίβω
νεοελλ.
κατασυντρίβω, ξανατρίβω, ξετρίβω, ψιλοτρίβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρίβω — τρίβω, έτριψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίβω — τρίβος worn masc/fem nom/voc/acc dual τρίβος worn masc/fem gen sg (doric aeolic) τρί̱βω , τρίβω rub pres subj act 1st sg τρί̱βω , τρίβω rub pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβῳ — τρίβος worn masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux)/Τρίϐω Futur Et Aoriste — Conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l aoriste. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur …   Wikipédia en Français

  • Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Τρίϐω futur et aoriste — Conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l aoriste. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur …   Wikipédia en Français

  • Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/τρίϐω futur et aoriste — Conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l aoriste. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Actif Moyen Passif Aoriste Futur Aoriste Futur …   Wikipédia en Français

  • τρῖβον — τρίβω rub pres part act masc voc sg τρίβω rub pres part act neut nom/voc/acc sg τρίβω rub imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρίβω rub imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῖψον — τρίβω rub aor imperat act 2nd sg τρίβω rub fut part act masc voc sg τρίβω rub fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβέμεναι — τρίβω rub aor inf pass (epic) τρῑβέμεναι , τρίβω rub pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”